- πανδοκέως
- πανδοκέω̆ς , πανδοκεύςone who receives all comersmasc gen sgπανδοκεύςone who receives all comersmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανδοκεία — ἡ, Α [πανδοκεύς] το έργο τού πανδοκέως, τού ξενοδόχου … Dictionary of Greek